εγρήγορση

εγρήγορση
εγρήγορση, η και εγρηγόρηση, η
1. η κατάσταση αυτού που αγρυπνάει, η αγρυπνία, το ξαγρύπνισμα.
2. μτφ., επαγρύπνηση, παρακολούθηση, επιτήρηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εγρήγορση — η (AM ἐγρήγορσις) η κατάσταση τού άγρυπνου, το να είναι κανείς ξύπνιος μσν. νεοελλ. το να έχει κανείς ακμαίες τις πνευματικές του δυνάμεις νεοελλ. προσοχή …   Dictionary of Greek

  • έξυπνος — η, ο (AM ἔξυπνος, ον) [ύπνος] ξύπνιος, αυτός που έχει σηκωθεί από τον ύπνο ή δεν έχει κοιμηθεί ακόμη μσν. νεοελλ. 1. άγρυπνος, σε εγρήγορση, προσεκτικός 2. ο ευφυής, αυτός που βρίσκεται σε πνευματική εγρήγορση και έχει ταχεία αντίληψη …   Dictionary of Greek

  • προγρηγορώ — έω, Α βρίσκομαι σε εγρήγορση, αγρυπνώ από πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γρηγορῶ «βρίσκομαι σε εγρήγορση»] …   Dictionary of Greek

  • γρηγόρησις — γρηγόρησις, η (Α) [γρηγορώ] εγρήγορση, επαγρύπνηση …   Dictionary of Greek

  • εγρηγορικός — ἐγρηγορικός, ή, ό (Α) αυτός που γίνεται κατά την εγρήγορση …   Dictionary of Greek

  • εγρηγορώ — ( έω) (AM ἐγρηγορῶ) βρίσκομαι σε εγρήγορση, δεν κοιμάμαι …   Dictionary of Greek

  • εγρηγόρηση — η (Μ ἐγρηγόρησις) εγρήγορση …   Dictionary of Greek

  • εξυπνισμός — ἐξυπνισμός, ο (AM) η εγρήγορση, η άγρυπνη παρακολούθηση …   Dictionary of Greek

  • ευγρηγόρησις — εὐγρηγόρησις, ἡ (Α) το να βρίσκεται κανείς σε εγρήγορση, να φροντίζει άγρυπνα κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γρηγόρησις «το να είναι κανείς άγρυπνος» (< γρηγορώ «αγρυπνώ»] …   Dictionary of Greek

  • λεμούριοι — Κοινή ονομασία της υπόταξης των προπιθήκων, της τάξης των πρωτευόντων. Η ονομασία της επιστημονικής κατάταξής τους οφείλεται στο γεγονός ότι, μολονότι φέρουν χαρακτηριστικά όμοια με των πιθήκων, εξελίχθηκαν λιγότερο από τους τελευταίους, τόσο από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”